τοπολογία

τοπολογία
Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά γενικά τους τόπους στην ευρύτερη έννοια, είτε αυτοί είναι επιφάνειες, χώροι, σχήματα, σώματα ή αντικείμενα, στη στατική και αμετάβλητη μορφή τους, είτε υπόκεινται σε δυναμικές μεταβολές του σχήματός τους, άσχετες προς το είδος και την κατάσταση της ύλης τους. Η τ., με τη συνεχή διεύρυνση του περιεχομένου της, τείνει να ταυτιστεί με τη γεωμετρία, τόσο ώστε η ευκλείδειος, αλλά και η μη ευκλείδειος γεωμετρία να περιλαμβάνονται ως τμήματά της. Ειδικότερα, η τ. μελετά τις ιδιότητες των μαθηματικών σχημάτων και χώρων, οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες όταν τα σχήματα, οι χώροι ή τα σώματα υφίστανται συνεχείς παραμορφώσεις (τέντωμα, στρέψη, σύνθλιψη κλπ.), αυτές δηλαδή που δεν επιφέρουν κοπή, σπάσιμο ή δίπλωμα του σχήματος. Κατά τις μεταμορφώσεις αυτές, τα κοντινά σημεία γίνονται ακόμα κοντινότερα, ή απομακρύνονται, ενώ αν υπάρχουν σχήματα επάνω σε αυτά παραμορφώνονται απεριόριστα. Η κυρίως τ. διακρίνεται από την ευκλείδειο και τη μη ευκλείδειο γεωμετρία (Ρίμαν, Λομπατσέφσκι κλπ.) γιατί αυτές είναι μετρικές, ενώ η τ. δεν μετρά μήκη, γωνίες, τόξα ή σχέσεις, αλλά την ποιοτική κατάσταση των σχημάτων. Από τοπολογική άποψη π.χ. μια περιφέρεια, μια έλλειψη ή ένα πολύγωνο, δηλαδή όλες οι κλειστές και μη συναντώμενες γραμμές, είναι ισοδύναμες, ακριβώς γιατί η μία μπορεί να μεταβληθεί, με παραμόρφωση, στη μορφή της άλλης. Αντίθετα δεν είναι ισοδύναμες π.χ. μια περιφέρεια και η γραμμή που έχει το σχήμα 8. Κατά ανάλογο τρόπο, μια σφαιρική επιφάνεια, μια ελλειψοειδής, η επιφάνεια ενός κύλινδρου ή ενός πολυέδρου δεν διακρίνονται από τοπολογική άποψη όσες παραμορφώσεις και αν υπέστησαν, ενώ διαφέρει τοπολογικά η επιφάνεια που καθορίζει ένας οποιοσδήποτε δακτύλιος. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται ως επιφάνειες πρώτου βαθμού, ενώ η δεύτερη (δακτύλιος) δευτέρου βαθμού, επειδή έχει ένα οποιουδήποτε σχήματος ή, μεγέθους διαμπερές κενό, το οποίο όμως δεν διακόπτει τη συνέχεια του σώματος. Επιφάνεια τρίτου βαθμού είναι τα σχήματα με δύο διαμπερείς οπές κλπ. Έτσι η ταινία του Μέμπιους (επιφάνεια με μία όψη) διαφέρει από το απλό επίπεδο και τη σφαιρική επιφάνεια. Στη βάση της τ. υπάρχει η γνώση του τοπολογικού χώρου, που θεωρείται ένα οποιοδήποτε σύνολο στοιχείων, έστω σημείων, στο οποίο διακρίνονται μερικά υποσύνολα ανοιχτά, η ένωση ή η τομή των οποίων διαφοροποιείται σύμφωνα με ορισμένα αξιώματα. Θεωρήματα τοπολογικής φύσης περιέχονται στις εργασίες του Όιλερ, του Γκάους, του Ρίμαν, του Τζόρνταν, του Μπέτι, του Πουανκαρέ.
* * *
η, Ν
1. μαθημ. α) δομή που ορίζεται πάνω σε ένα σύνολο σημείων, καλούμενο χώρος, με τη βοήθεια μιας οικογένειας υποσυνόλων του και έχει τις ακόλουθες ιδιότητες: i) η ένωση ενός ορισμένου πλήθους στοιχείων τής οικογένειας είναι στοιχείο τής οικογένειας, ii) η τομή ενός πεπερασμένου αριθμού στοιχείων τής οικογένειας είναι στοιχείο τής οικογένειας, τα δε στοιχεία τής οικογένειας λέγονται ανοιχτά σύνολα τού αντίστοιχου χώρου ο οποίος ονομάζεται τοπολογικός χώρος
β) κλάδος τών μαθηματικών που μελετά τις ιδιότητες γεωμετρικών αντικειμένων ή συνόλων σημείων οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες με τους ομοιομορφισμούς
2. (τοπογρ.) η σπουδή τών μορφών τού εδάφους και τών νόμων που τίς διέπουν
3. φρ. «αλγεβρική τοπολογία»
μαθημ. τοπολογία η οποία εφαρμόζει αλγεβρικές μεθόδους για τη μελέτη προβλημάτων τα οποία αφορούν τοπολογικούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topology (< τόπος + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • τοπολογικός — ή, ό, Ν 1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα») 2. φρ. «τοπολογικός χώρος» μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία. επίρρ... τοπολογικῶς και τοπολογικά 1. με τον τρόπο τής τοπολογίας 2. από …   Dictionary of Greek

  • Ζίμαν, Έρικ Κρίστοφερ — (Erik Christopher Zeeman, Χόρσαμ, Σάσεξ 1925 –). Βρετανός μαθηματικός, δανέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο Christ’s του Κέιμπριτζ και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συνέχισε τη διετία 1954 55 στο… …   Dictionary of Greek

  • καταστροφής, θεωρία της- — Μέθοδος της μαθηματικής ανάλυσης, η οποία εξελίχθηκε από την τοπολογία και περιγράφει προβλήματα ασυνέχειας, που δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν μέχρι την εμφάνισή της. Η θ. της κ. έχει επίσης εφαρμογές σε πολλές άλλες επιστήμες. Η συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”